Όχι όμως εκείνη τη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα, μοσχοβολούσε. Αυτή η μυρωδιά, συνοδεία τριών ποτηριών μέτριας ποιότητας ζύθου έπειτα από ένα δεκάωρο κοπιαστικής εργασίας, έκανε το ταξίδι της επιστροφής εξαρχής ευχάριστο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ουδέποτε κατά τη διάρκεια κρίθηκε απαραίτητο το σύνηθες κλείσιμο του αριστερού ματιού για κεντράρισμα και παραμονή στην αρμόζουσα οδική λωρίδα. Τα ραδιοκύματα έφταναν στ’ αυτιά του σώφρονος πια οδηγού ως μελωδικές συνθέσεις μιας 20λεπτης ακτινοβολίας, ενώ η εναπομείνασα ψυχοσωματική ενέργεια υποδήλωνε πως θα εξαντλούνταν ταυτόχρονα με τη στιγμή κατάκλυσης. Όσο αρκούσε δηλαδή για την εξασφάλιση ενός γρήγορου και κατά συνέπεια ευχάριστου ύπνου.
Ακόμα και μετά την ομαλή είσοδο στην πατρογονική οικία και το καλωσόρισμα του πιστού τετράποδου συντρόφου, εκείνη η μυρωδιά συνέχιζε να τον ακολουθεί. Και, γιατί όχι, να τον ηρεμεί παράλληλα, μια και ήξερε πως θα κοιμόταν άμεσα, εξοικονομώντας έτσι σημαντικό χρόνο στριφογυρίσματος στα σεντόνια πριν το πρωινό ξύπνημα για την πολυπόθητη κολυμβητική άσκηση. Εκείνη που η αναγκαστική εντατική εργασία των προηγούμενων ημέρών του είχε τόσο βάναυσα στερήσει. Μοναδική υποχρέωση πριν την ολοκλήρωση μιας ήσυχης νύχτας το ύστατο στέγνωμα του κολυμβητικού εξοπλισμού. Ή αλλιώς, η αποκάλυψη της πηγής της υπέροχης συνοδευτικής ευωδίας:

Και οι βωμολοχίες συνεχίστηκαν, μια τυπική νυχτιά σε βόρειο προάστιο της πόλης των Αθηνών.