Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Common People

Καταλαβαίνεις ότι 4 pints είναι το όριο σου όταν:


  • Περιμένεις η barwoman να θυμάται την παραγγελία σου και δυσανασχετείς αν συμβεί το αντίθετο
  • Συνηδητοποιείς ότι ξαφνικά αρχίζεις να γελάς χωρίς λόγο/ για αστεία αμφιβόλου αστειότητας 
  • Το ποτήρι κατεβαίνει πολύ γρηγορότερα απ'ότι τα 3 προηγούμενα
  • Η επί 2 ώρες "επιεικώς μέτρια" διπλανή σου στη μπάρα σου φαίνεται "τελικά όχι και τόσο άσχημη"
  • Δυσκολεύεσαι να συγκρατήσεις τον εαυτό σου από το να χορέψει σαν κατσίκι όταν τα ηχεία παίζουν το "Common People"
  • Καταφέρνεις να θυμηθείς λεπτομερώς ένα κάποιο απόγευμα της λυκειακής σου ζωής αλλά αδυνατείς να απαντήσεις στην ερώτηση "τι έκανες το μεσημέρι"
  • Προσπαθείς να στείλεις μηνύματα χωρίς νόημα και που μάλλον θα ενοχλήσουν, γνωρίζοντας (?) πως δεν έχεις κάρτα στο κινητό. Πολλαπλές φορές και σε διαφορετικούς παραλήπτες.
  • Μα γιατί φεύγει, τι της είπα?
  • Τα φώτα έχουν ανοίξει εδώ και μισή τουλάχιστον ώρα και στην 3η φορά που χωρίς μουσική η ιδιοκτήτρια σου λέει να φύγεις αναρωτιέσαι πότε έκλεισε.
  • Δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τα βρετανικά αγγλικά και μιλάς αμερικάνικα
  • Σε ένα γεμάτο λεωφορείο είσαι ο μόνος χωρίς διπλανό επειδή βγάζεις άναρθρες κραυγές νομίζοντας ότι όλοι επιστρέφουν υπό τους ήχους των ακουστικών σου. 
  • Τρως από το PFC (Perfect Fried Chicken) της γειτονιάς σου ενώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο αναρωτιέσαι ποιος απελπισμένος τρώει σε αυτό το κιτς -μόνο και μόνο λόγω ονόματος- κατάστημα. Και μάλιστα το απολαμβάνεις.
  • Μάλλον ξεχνάς να βάζεις κόμματα όταν γράφεις 
  • Έπειτα από μισή ώρα ωστόσο αρχίζεις να έχεις έντονες σκέψεις ως προς το πόσο ποιοτικότερο και περισσότερο υγιεινό είναι ένα σουβλάκι, ακόμα κι από τον Κάβουρα
  • Όταν πια, έπειτα από 5 λεπτά, καταφέρνεις να βάλεις τα κλειδιά στην πόρτα αισθάνεσαι σαν να έχεις σηκώσει το παγκόσμιο κύπελλο
  • Βγαίνοντας από την τουαλέτα σκέφτεσαι πως "θα έπρεπε ίσως να είχα σηκώσει το καπάκι¨
  • Έχεις ξύπνημα σε λίγες ώρες αλλά μπαίνεις στα koorelia μπας και κάποιος έχει γράψει κάτι
  • Σε κάθε bullet κάνεις τουλάχιστον 3 τυπογραφικά λάθη
  • Συνειδητοποιείς ότι αν είχες τολμήσει το 5ο θα αργούσες πολύ (...) να φτάσεις σπίτι

ΥΓ: Δε δέχομαι την παραμικρή κριτική ούτε σχολιασμό για τον όρο pint. Δεν αντιστοιχεί με τίποτα στον δικό μας "μια μπύρα". 
ΥΓ1: Λείπουν πολλά, αλλά σίγουρα απουσιάζουν τουλάχιστον 2-3 bullets που θα υπήρχαν αν επέστρεφα οδικώς. Εγώ ωστόσο από δεξιά δεν οδηγώ.



Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

......

Μια σκάλα. Μια σκάλα! Μια σκάλα θα αποτελούσε τον τέλειο συμβολισμό της κοινωνίας. Την άνοδο. Την κάθοδο. Τη στασιμότητα. Και το μυστικό; Κανείς , μα κανείς δεν μπορεί να πηδήξει πάνω από πέντε σκαλοπάτια. Και όλα αυτά μαζί, αποτελούν ένα μείγμα αντιθέσεων και ομοιοτήτων που ονομάζουμε : σκάλα.
Με λένε….με λένε…..μάλλον δεν θα χει και τόσο μεγάλη σημασία το όνομα μου για να το θυμάμαι, πόσο μάλλον οι υπόλοιποι γύρω μου. Αυτό που είναι σε όλους μας γνωστό είναι ότι είμαι ο άνθρωπος που μένει ακριβώς πίσω από αυτή την πόρτα. Δεν εννοώ φυσικά στον διάδρομο ή το υπόγειο. Αντιδρώντας στην σύγχρονη αισθητική μένω στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου με θέα….με θέα… έχω μια μανία να ξεχνάω πάντα τις λεπτομέρειες.
Παρά τα 60 του χρόνια, το σπίτι αυτό διατηρεί όλη του την αίγλη, όπως την πρώτη μέρα που παραδόθηκε από τον δημιουργό του στον ιδιοκτήτη του. Κι αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα, μιας που αντιλαμβάνομαι πως όλοι εμείς που κατά καιρούς το πήραμε στην κατοχή μας, όσο κι αν θελήσαμε να το καταστρέψουμε αυτό μένει ανέπαφο. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο για τους ενοικιαστές και τους ιδιοκτήτες του.
Για να φτάσω σπίτι μου χρειάζεται να ανέβω τρεις σκάλες και να περπατήσω δεκαπέντε βήματα, πράγμα που σκοπεύω να κάνω αλλά είναι τόσο ωραία εδώ έξω.
Δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια το πότε ήταν που το σπίτι αυτό, για την ακρίβεια το διαμέρισμα, πέρασε στην κατοχή μου. Το πότε δηλαδή απέμεινα ο μοναδικός και μέχρι στιγμής ο τελευταίος του κληρονόμος. Θυμάμαι όμως πολύ καθαρά την πρώτη φορά που το είδα και την μέρα που επέστρεψα
Λένε ότι δεν θυμόμαστε παρά μόνο ασυνείδητα κάποιες σκόρπιες εικόνες από την βρεφική μας ηλικία. Λοιπόν εγώ χαρακτηριστικά και σε πείσμα όλων θυμάμαι ένα ζεστό πρωί, μάλλον ήταν φθινόπωρο, όπου αφού είχα περάσει το διάστημα που χρειάζεται να περάσει ένα μωρό χρησιμοποιώντας την μύτη του μόνο, αποφασίζει να εντάξει και τα μάτια του στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Και ο θησαυρός φυσικά δεν είναι άλλος από την μικρή χρωματιστή μας κουβέρτα και την ενοχλητική πιπίλα που δεν κάθεται ποτέ στη θέση της. Ο δικός μου λοιπόν θησαυρός είχε μπλε χρώμα και μύριζε κάτι που πολύ αργότερα θα μάθαινα πως το λέγαν. Τελικά τα πράγματα που μας αρέσουν αργούμε να τα μάθουμε. Παρόλα αυτά ποτέ δεν θα την ξεχάσω εκείνη την μέρα. Τελικά η πρώτη μας φορά μας μένει αξέχαστη. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισα το γύψινο ταβάνι και η πρώτη φορά που είδα τα μάτια της. Ένα ζευγάρι μπλε μάτια σαν θάλασσα.. ακόμα και σήμερα τα ονειρεύομαι.
Νομίζω όμως πως πιο χαρακτηριστικά θυμάμαι την μέρα που επέστρεψα. Το λόγο φυσικά τον αγνοώ. Όμως εκείνη η αίσθηση του κενού ήταν διάχυτη. Αλήθεια, έχετε πάει ποτέ στην αυλή του σχολείου σας; Δεν σας φάνηκε τρομακτικά μικρή; Αυτό ακριβώς εννοώ. Μη σχολιάσω το παιδικό μου δωμάτιο. Απλώς δεν ήταν εκεί. Λες και ένα άλλο δωμάτιο είχε πάρει την θέση του.
Ακόμα δεν μπορώ να βρω τον λόγο που μας αναγκάζει να γυρίζουμε στα παιδικά μας χρόνια και στέκια. Λες και κάποιος δεν θέλει να προχωρήσουμε ποτέ παρά να μένουμε στάσιμοι. Πέστε μου, όχι πέστε μου. Μπορώ άνετα να αγοράσω ένα πιο σύγχρονο σπίτι, μισώ την βρομιά αυτής της γειτονιάς και όμως μετά από δέκα χρόνια μακριά της επέστρεψα εδώ και ούτε που διανοούμαι να ξαναφύγω..
Ένα παραμύθι που μου διάβαζε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός θυμάμαι πως έλεγε « υπάρχει κάπου ένας ποταμός που τα νερά του είναι φτιαγμένα έτσι ώστε τα χρόνια που μετρούν να σφραγίζουν εικόνες ενός προσώπου τόσο ίδιο για τον καθένα ξεχωριστά». Κάπου αλλού, όμως, ένας άλλος ποταμός έχει σταματήσει να μετρά τον χρόνο ανατρέποντας και επιβεβαιώνοντας έτσι την μαθηματική ακρίβεια της ζωής μας.
Κι έτσι εγώ, όπως κάθε βράδυ, βρέθηκα πάλι έξω από αυτό εδώ το σπίτι, χωρίς ακόμα να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που με ωθεί να επιστρέφω εδώ κάθε νύχτα. Την μέρα το αποφεύγω. Μόνο το πρωί επιστρέφω πάλι, ανεβαίνω τις τρεις σκάλες, περπατάω τα δεκαπέντε βήματα παρόλο που γνωρίζω πως οι μόνες αλλαγές που έχουν γίνει είναι οι θέσεις στα ποτήρια και τα τασάκια. Ίσως και στα πιάτα.
Θυμάμαι εδώ και καιρό είχα γνωρίσει μια κοπέλα.. Το όνομα της ούτε καν υπάρχει στην μνήμη μου αυτή την στιγμή, αλλά μπορώ να πω με σιγουριά πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει. Θυμάμαι ξυπνούσε, ντυνόταν, βαφόταν, έκανε γενικά όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για να βγει κι αν κατά τύχη βρισκόσουν στο κρεβάτι της ή στην πόρτα της πολυκατοικίας της όταν ξύπναγε ή όταν επέστρεφε, δεν μπορούσες να την αναγνωρίσεις.
Το βράδυ που την γνώρισα ήμουν σε ένα άλλο σπίτι, παρόμοιο μ’ αυτό, γεμάτο κόσμο, αν και μου διαφεύγουν σημαντικές λεπτομέρειες, όπως το ποιος με είχε καλέσει ή το γιατί είχα αποκριθεί στο κάλεσμα. Και κάποια στιγμή περνά από μπροστά μου επαναφέροντας με σε μια άλλη πραγματικότητα.
Πιστέψτε με δεν ξέρω τι είναι πιο τρελό, να αγαπάς ένα ντόμινο ή να μισείς ένα ψέμα; Ακόμα και σήμερα που έχω παντρευτεί ένα από τα δύο δεν έχω καταλήξει…..
« Γιαννάκη! Γιωργάκη! Μαρία! Προσέχετε μην πέσετε!»
Είναι απίστευτο πόσα ονόματα κρύβουν οι σκάλες της εξώπορτας. Περισσότερα κι από τις τηλεφωνικές μας ατζέντες. Και πόσες αναμνήσεις! Εδώ ονειρευόμασταν έναν κόσμο όπως τον θέλαμε. Τον χτίζαμε και τον ξαναγκρεμίζαμε ανάλογα με τις επιθυμίες μας. Ένα βήμα προς τον δρόμο και οδηγούμασταν στην πραγματικότητα. Ένα βήμα προς το σπίτι και επιστροφή στην νομιμότητα.. Ναι. Πέντε σκαλοπάτια μπροστά μας ο κόσμος και δεκαπέντε βήματα πίσω μας ο τρόπος που μαθαίναμε να βλέπουμε τον κόσμο…
Σήμερα είμαστε εμείς αυτοί που φωνάζουν πίσω από την πόρτα. Είμαστε εμείς αυτοί που θα διδάξουν τον τρόπο. Οι φίλοι μου, εγώ εσείς, οι γείτονες μας.. Δεν είναι αστείο; Οι αλήτες του σχολείου που κάθονταν στα σκαλοπάτια, κάπνιζαν κρυφά και μιλούσαν για μουσική και έρωτες χωρίς ποτέ να πηδήξουν τις ίδιες σκάλες, σήμερα είναι οι γονείς που φωνάζουν από το μπαλκόνι.
Ναι, λοιπόν, αγαπητοί μου γείτονες. Ποτέ δεν πηδήξαμε αυτά τα πέντε σκαλοπάτια για να δούμε τον κόσμο με τα μάτια μας. Ούτε εσείς τα πηδήξατε. Κανείς. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να χτυπήσει. Και γιατί να το κάνει άλλωστε;
Ναι, αγαπητοί μου γείτονες, ανήκω και γω σε εκείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν για να περιφέρονται άσκοπα στις λεωφόρους και όχι για ηρωικές πράξεις. Θέλετε να σας πω και ένα μυστικό; Εδώ και χρόνια έπαψα να ζηλεύω την δική σας επανάσταση. Ούτε εσείς πηδήξατε αυτά τα σκαλοπάτια. Γιατί να σας ζηλεύω;
Θα έχετε πάντα το Παρίσι! Και τι μ’ αυτό; Εγώ θα έχω χίλιους άλλους δρόμους και πόλεις. Και δεν θυμάμαι κανέναν. Μόνο αυτές τις σκάλες.
«Γιώργο! Έτοιμο το φαγητό!»
Σε πέντε λεπτά μαμά….Πέντε λεπτά….