Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Δεν έχω χρόνο μάτια μου

Η αλήθεια είναι πως δεν τα πήγαινε καλά με τον χρόνο. Για εκείνον, το ρολόι ποτέ δε σχημάτιζε έναν τέλειο κύκλο. Ο δείκτης προχωρούσε, έκανε δυο βήματα, τρία, έπειτα σταματούσε και το επόμενο δευτερόλεπτο τον έβρισκε μίλια μπροστά. Είχαν περάσει πεντάλεπτα, δεκάλεπτα, ώρες. Ποτέ δεν κατάλαβε πού χάνονταν όλες εκείνες οι στιγμές. Μπλέκονταν με μνήμες του παρελθόντος, με επιθυμίες του μέλλοντος που έμοιαζαν χειροπιαστές μα ποτέ δεν θα έρχονταν, γίνονταν ένα με το παρόν και όλες μαζί κατέληγαν σε ένα άχρονο αδιέξοδο. Και ο ίδιος στάσιμος. Έχοντας κάνει βήματα πίσω.

Και κάπου εκεί, δίχως να το καταλάβει, η κλεψύδρα έδειχνε τριανταπέντε. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια, τόσες που ισοδυναμούν με μήνες, ώσπου να διαπιστώσει αν το νούμερο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Κι όταν πια επαληθεύτηκε και έπρεπε να το αντιμετωπίσει, έκανε το λάθος να κοιτάξει πίσω. Η μετέωρη αλληλουχία των στιγμών τον είχαν οδηγήσει σε ένα μέρος αποκομμένο από το στεριανό τώρα των γύρω του. Βρισκόταν σε ένα νησί ερημικό, απογυμνωμένος από τα χρόνια πάθη του και αναζητώντας εμμονικά τα καινούρια. Έψαχνε κάποια που να συμβαδίζουν με την ηλικία του. Ήθελε να γίνει αποδεκτός. Δεν τα κατάφερε κι έτσι κατέφυγε στα καθιερωμένα τέτοια. Οι πρώτες γουλιές έφεραν την αμφισβήτηση. Οι δεύτερες την απογοήτευση. Οι επόμενες χάιδεψαν με συγκατάβαση τις ενστάσεις και συνέχισε να γράφει.

Μα οι λέξεις δεν έβγαιναν. Λεξικά περνούσαν από μπροστά του, σκόρπια λήμματα που αδυνατούσαν να σχηματίσουν προτάσεις. Τόμοι σκέψεων πετούσαν στο δωμάτιο μα δεν κατακάθονταν στο χαρτί για να ενεργοποιήσουν την κάθαρση. Μια φράση μόνο επαναλαμβανόταν στο μυαλό του. Μια μελωδία που η θεά Τύχη είχε ακουμπήσει στα αυτιά του κάποια στιγμή μέσα στη μέρα.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου, δεν έχω χρόνο…



Για να σου κάνω νούμερα και να πουλήσω κέφι,
θέλω βροχή τα κέρματα να πέφτουνε στο ντέφι.
Έκλεισα τα περάσματα κι άμα σε παίρνει πέρνα,
μόνο αγάπες μη ζητάς, σε ένα τραγούδι κόλλησα σα γέρικη λατέρνα.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου... δεν έχω χρόνο.

Μην ψάχνεις μες στα μάτια μου μια φλόγα να χορεύει,
το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.

Δεν έχω χρόνο μάτια μου να ψάχνω για ελπίδες,
το πιο πολύ το έζησα,
τώρα μου μένουν τα μικρά
δυο τελευταίες αχτίδες.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

     Αρχή προλόγου συνέχεια


Εδώ ο ουρανός είναι μπλε
Μπλε γαλάζιος
Με χρώμα
Τα σύννεφα σύννεφα
και το πάθος έρωτας
Ο φόβος αληθινός
Όχι όπως εκείνη η περίεργη ώρα που διασχίζεις την υπόγεια διάβαση
Εδώ θα φοβηθείς
Για πρώτη φορά δεν προσποιούμαι
Δεν χρειάζεται
Είμαι 30 και κάτι
Γέρασα
Και η ζωή μου στο 0 ξεκινάει και πάλι
Αυτό που πίστευα δεν υπάρχει
κι αυτό που βρήκα μοιάζει με τ' όνειρο μου
Αυτή η γαμημένη μυρωδιά
Η δική σου
Η δική μας
Εδώ την ξαναμύρισα
Για πρώτη φορά
Αυτό το άρωμα που σου ανακατεύει
τις πεταλούδες στο στομάχι
και τρυπάει τ αυτιά σου
σαν αποκάλυψη άνοιξης
Αυτό το γαμημένο άρωμα του Μπουένος Αίρες
Αυτή η μίξη νεραντζιάς, mate, Αιγύπτου και ψημένου κρέατος
Δεν την ξεχνάς ποτέ σου 

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Συνέχεια επιλόγου. Αρχή προλόγου.

Το ψιτ της μπύρας μάλλον. Μες στο φθινοπωρινό μεσημέρι.
Αυτό μάλλον με οδήγησε εδώ πίσω. Να ψάχνω στα σκονισμένα ράφια του ηλεκτρονικού αυτού μπαρ.
Γέλασα, ξαναγέλασα. Μετά χαμογέλασα με μερικά μετεφηβικά ξεσπάσματα αισθημάτων. Ένα ήρεμο χαμόγελο. Γεμάτο σιγουριά.
Θυμήθηκα εκείνες τις μέρες της απολύτου συγχύσεως.
Τώρα γαλήνη?
Τώρα και πάλι σύγχηση.
Απλά ελεγχόμενη. Ίσως και αδιάφορη. Μια κουρελέ προσέγγιση ως προς τη ζωή και τη ροή της.
Ελπίζω ο καθένας μας να είναι εκεί που θέλει. Ή στο δρόμο τουλάχιστον.
Το άρθρο δεν έχει σκοπό, ούτε νόημα.
Είναι μια αντίδραση, στον παραλίγο επίλογο.
Εξ' άλλου είναι αδύνατο και μόνο λόγω του ονόματος μας να επέλθει το τέλος.
Εκτός κι αν όλοι σταματήσατε να τραγουδάτε.
 Καβούρια μου, ακονίστε τις δαγκάνες σας. Μια χελώνα θέλουμε.

 

Σάββατο 9 Μαΐου 2015



 Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ 


Φευγαλέα μορφή
σύμπαντος παράλληλου
εστίν ποίησην
καθηλοτικοτέρα του πραγματικού
στον τάφο αυτό
7 χρόνων γράφει
πεθάναμε κι αναστήσαμε κόσμους ολόσπαρτους
Γραφόμενοι απώντες
και απουσιάζοντες
διακοπάς και τελείας
αποσιοπώντας την σιωπή μας
ένα βαρύ γλυκό και ένα καρέλια
πρωινό στου κυρ Γιάννη
κοσμόντας δάφνες
μια εφηβεία απαστράπτουσα ψέμματα
και ένα συκώτι κατεστραμμένο
ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝ ΑΚΟΜΗ
μουσική ταινίας
δικιάς μου
δικής μου
δίκης μου


Το ρολόι χτυπάει ανάποδα
ώρες πολλές
απομείναμ(Ν)ε
υπομείναμ(Ν)ε
Τζακ Λόντον
στο ταξίδι μας
και θάλασσα κολυμπήσαμε
άνευ


τα του καίσαρος τω καίσαρι
στην κοινωνία του θεάματος
στο κοινωνικό συμβόλαιο
στο συμβάν
που
Πατέρες μας έκανε

Παιδί μου
σε μένα
μη μοιάσεις

και οι γραμμές λιγοστεύουν
σε κάθε τετράστοιχο

Πόσο θα μ άρεσε
ο τελευταίος άθρωπος
να μνημονεύει το δικό μου όνομα
Οδυσσέα

Στον μικρό μου επίλογο
λησμονώ τους ανθρώπους μου
τους φίλους μου
τα αδέρφια
και γονείς που δεν έζησα
έρωτες δεν θυμάμαι πια
Παντρεύτηκα
και θα φωνάζω εγώ από τα μπαλκόνια για ησυχία
τον μεσημεριανό μου ύπνο Χόρχε να απολαύσω








Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

                                                    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


 Η πόλη που ακόμα κάνουν καριέρα ο Χρήστος Δάντης ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου οι Iron Maiden και ο Coverdale. Όπου υπάρχει γκαζόζα και όχι μερίδα γύρος. Όπου με -1 ή και -3 βαθμούς Κελσίου και υγρασία που αγγίζει ή και ξεπερνά τα επίπεδα των highlands και των νορβηγικών φιόρδ μαζί οι μπουγατσοπολίτες της κάθονται κουκουλωμένοι έξω στα καφέ της παραλίας και οι 35- πίνουν freddo esspresso (είχαν και στο χωριό τους) και οι 35+ κι όμως είναι αλήθεια ΦΡΑΠΟΓΑΛΟ. Η πόλη που το διπλοπαρκάρισμα είναι επιταγή( σκεφτείτε την Σταδίου δεξιά παρκαρισμένα και αριστερά διπλοπαρκασισμένα) έχουν καταργηθεί οι λωρίδες το κίτρινο φανάρι ούτε για αστείο και το κόκκινο και το στοπ βρίσκονται στα επίπεδα Αιγύπτου.
Η πόλη που για να είμαστε ακριβοδίκαιοι αισθητικά έχει πολύ ωραία μαγαζιά και με πολύ ενημερωμένες κάβες σε sigle malt και special ρούμι τα οποία βέβαια όπως προαναφέραμε παίζουν scorpions ή παντελίδη στην καλύτερη The Cranberries. Όπου σε ένα , σε οποιοδήποτε άλλο μέρος θα το λέγαμε μπαρ με live- εδώ δεν ξέρω,  όμορφο λοιπόν μαγαζί με live συναντάς τύπο αλα Ζουράρη με κόκκινο κασκόλ ξεχασμένου αριστερού του Ρήγα και στρογγυλά γυαλιά να χορεύει ζεμπέκικο ιμιτασιόν Μητροπάνο και στο τέρμα σε ένα τραπέζι ένας άλλος 50αρης με φούτερ- κουκούλα ΠΑΟΚ να κάνει παραγγελιά τον "ΚΟΥΡΣΑΡΟ".
Εθνικό φαγητό ο πατσάς και αξιοθέατο ο Πύργος του ΟΤΕ. Ομολογουμένως ωραίες γυναίκες αλλά τις λες και βίζιτες καθώς ψάχνονται μόνο με κλαρινομπουζουκόγαμπρους.
Στο καζίνο πιο πολλοί ΡΟΜΑ και από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο.

Και όλα γίνονται

ΧΑΛΑΡΑ!