Και κάπου εκεί, δίχως να το καταλάβει, η κλεψύδρα έδειχνε τριανταπέντε. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια, τόσες που ισοδυναμούν με μήνες, ώσπου να διαπιστώσει αν το νούμερο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Κι όταν πια επαληθεύτηκε και έπρεπε να το αντιμετωπίσει, έκανε το λάθος να κοιτάξει πίσω. Η μετέωρη αλληλουχία των στιγμών τον είχαν οδηγήσει σε ένα μέρος αποκομμένο από το στεριανό τώρα των γύρω του. Βρισκόταν σε ένα νησί ερημικό, απογυμνωμένος από τα χρόνια πάθη του και αναζητώντας εμμονικά τα καινούρια. Έψαχνε κάποια που να συμβαδίζουν με την ηλικία του. Ήθελε να γίνει αποδεκτός. Δεν τα κατάφερε κι έτσι κατέφυγε στα καθιερωμένα τέτοια. Οι πρώτες γουλιές έφεραν την αμφισβήτηση. Οι δεύτερες την απογοήτευση. Οι επόμενες χάιδεψαν με συγκατάβαση τις ενστάσεις και συνέχισε να γράφει.
Μα οι λέξεις δεν έβγαιναν. Λεξικά περνούσαν από μπροστά του, σκόρπια λήμματα που αδυνατούσαν να σχηματίσουν προτάσεις. Τόμοι σκέψεων πετούσαν στο δωμάτιο μα δεν κατακάθονταν στο χαρτί για να ενεργοποιήσουν την κάθαρση. Μια φράση μόνο επαναλαμβανόταν στο μυαλό του. Μια μελωδία που η θεά Τύχη είχε ακουμπήσει στα αυτιά του κάποια στιγμή μέσα στη μέρα.
Δεν έχω χρόνο μάτια μου, δεν έχω χρόνο…
Για να σου κάνω νούμερα και να πουλήσω κέφι,
θέλω βροχή τα κέρματα να πέφτουνε στο ντέφι.
Έκλεισα τα περάσματα κι άμα σε παίρνει πέρνα,
μόνο αγάπες μη ζητάς, σε ένα τραγούδι κόλλησα σα γέρικη λατέρνα.
Δεν έχω χρόνο μάτια μου... δεν έχω χρόνο.
Μην ψάχνεις μες στα μάτια μου μια φλόγα να χορεύει,
το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.
Δεν έχω χρόνο μάτια μου να ψάχνω για ελπίδες,
το πιο πολύ το έζησα,
τώρα μου μένουν τα μικρά
δυο τελευταίες αχτίδες.